Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Κριτική στο βιβλίο του Χόλλογουεϊ «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία»

Η βιβλιοπαρουσίαση-κριτική του Ρούντι Ρινάλντι που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Διάπλους».

_______________________________________________

John Holloway
«Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία,
το νόημα της επανάστασης σήμερα»
Εκδόσεις Σαββάλας, 2006, σελίδες 506
Μετάφραση Άννα Χολλογουέη
_______________________________________________


Δύο είναι τα βιβλία που δημιούργησαν την περισσότερη συζήτηση τα τελευταία χρόνια ίσως και μόνο με τον τίτλο τους. Το ένα ήταν το «Η αυτοκρατορία» των Νέγκρι και Χαρντ, το άλλο είναι το «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία» του Τζ. Χόλλογουεη (καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Πουέμπλα, γνωστότατου στην Λατινική Αμερική για το έργο του και την συμπαράστασή του στο κίνημα των Ζαπατίστας, και, με πολλούς δεσμούς με την Ελλάδα) που πρόσφατα κυκλοφόρησε στη χώρα μας.

Τα δύο βιβλία έχουν πολλά κοινά στοιχεία, και εντάσσονται σε μια γραμμή αυτόνομης αμφισβήτησης του μαρξισμού (ο Αλεξ Καλλίνικος αναφέρει τον μη δόκιμο όρο «αυτόνομος μαρξισμός»). Πιο αυστηρά, αποτελούν μια παραλλαγή αντιεξουσιαστικών νεοαναρχικών τοποθετήσεων.

[Υπάρχουν όμως ορισμένες σημαντικές διαφορές στην «λειτουργία» των δύο βιβλίων. Η κατοχύρωση της γοητευτικής «Αυτοκρατορίας» στην συνείδηση του κόσμου γίνεται με τρόπο εντελώς αντίστροφο από αυτόν που ήθελαν να «τεκμηριώσουν» οι συγγραφείς (η αυτοκρατορία σαν θετικό γεγονός που επιβλήθηκε στο κεφάλαιο από τις μεγάλες «εξόδους» του πλήθους, και μας φέρνει πιο κοντά στον κομμουνισμό). Γίνεται με την κατάδειξη ότι οι ΗΠΑ με τους συμμάχους αποτελούν την «αυτοκρατορία» και διαβλέπουν όχι ένα τέλος της ιμπεριαλιστικής πολιτικής αλλά μια έντασή της σε κλίμακες πρωτόγνωρες (δεν είναι τυχαίο η επιστροφή της κατηγορίας «ιμπεριαλισμός» στην πολιτική και στην δράση των κινημάτων).

Η κατοχύρωση της ιδέας που υποστηρίζει το «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία» γίνεται πιο διάχυτα, πιο ατομικοποιημένα, στηρίζεται άμεσα σε μια υπαρκτή ήττα της αριστεράς και μια λαϊκή πρόληψη («για όλα φταίει η εξουσία», η «πολιτική είναι βρώμικο πράγμα» κλπ), και σε μια διευρυνόμενη αντιεξουσιαστική ψυχολογία. Άρα το βιβλίο του Χόλλογουεη ανοίγει μια πιο ουσιαστική συζήτηση, σχετικά με τις κατευθύνσεις της πάλης, ενώ το βιβλίο των Νέγκρι και Χαρντ δεν προσφέρει στο επίπεδο αυτό.

Δεύτερη διαφορά, το βιβλίο του Χόλλογουεη είναι πιο «τίμιο», πιο «ειλικρινές» από το «Η αυτοκρατορία». Δανειζόμαστε και εμείς κατηγορίες από την κυρίαρχη ή διάχυτη ηθική («τίμιο», «ειλικρινές») για να δείξουμε ότι ο συγγραφέας δεν ακολουθεί (παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις και περιθωριακά) την ακατάσχετη ρητορική του νεγκρικού έργου, εκφράζει τις απορίες του ή ακόμα δηλώνει τα όρια του προβληματισμού του. Σε πολλά σημεία λέει «δεν ξέρω», αλλά καταθέτω τον προβληματισμό μου. Παρόλο που η νομιμότητα ενός τέτοιου διαβήματος απαιτεί μια κριτική εξέταση, εντούτοις πρόκειται για μια πιο τίμια τοποθέτηση.

Βέβαια, αν η οπτική του αναγνώστη είναι ο μαρξισμός, τότε οι διαφορές αυτές είναι δευτερεύουσας σημασίας, γιατί, τα δύο έργα, εντάσσονται στο ίδιο το ρεύμα αμφισβήτησης του μαρξισμού στις σύγχρονες συνθήκες.]

Τρεις επισημάνσεις σχετικές με την επανεμφάνιση του ρεύματος αυτού :

Ενώ έχει εκδηλωθεί και επικρατήσει μια μεγάλη πολυπλόκαμη αντεπανάσταση το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, αντί να μελετηθούν σε βάθος τόσο τα αίτια της επικράτησής της όσο και οι νέες συνθήκες που αυτή δημιούργησε, σταχυολογούνται διάφορες πλευρές της για να χρησιμοποιηθούν σαν επιχειρήματα κλασσικών αναρχικών και αυτόνομων δογμάτων. που παρουσιάζονται σαν «φρέσκα κουλούρια».

Εμφανίζεται την στιγμή που αρχίσει ένας νέος κύκλος αγώνων σε ολόκληρο τον κόσμο και είναι αμφίβολο κατά πόσο οι απόψεις και οι θεωρίες αυτές μπορούν αν γίνουν αποδεκτές, αν γίνουν κτήμα των νέων κινημάτων, να οδηγήσουν σε μια γόνιμη κατάσταση. Μάλλον το αντίθετο.

Υπάρχει και μια τρίτη συντεταγμένη που αφορά ειδικά το έργο του Χόλλογουεη: ο κρατικισμός που αναδύθηκε σαν αρνητική πλευρά των μεταβατικών εγχειρημάτων. Αυτός ο πρόδηλος και καταφανέστατος κρατικισμός, ειδικά μετά την «κατάρρευση» του υπαρκτού σοσιαλισμού, νομιμοποιεί την κριτική του Χόλλογουεη, αναδύει μια πειστικότητα στη θέση που υποστηρίζει. Φυσικά στο βιβλίο αυτή η πλευρά δεν ερμηνεύεται, αλλά θεωρείται καταστατική αμαρτία του μαρξισμού.

Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι ο Χόλλογουεη στηρίζει τα περισσότερα από όσα θεωρητικοποιεί στο βιβλίο του στην εμπειρία των ζαπατίστας, ένα αυθεντικό μαζικό κίνημα που την στιγμή που εμφανίστηκε σκόρπισε μεγάλη αισιοδοξία, αλλά και ο τρόπος που άσκησε πολιτική διαχωρίστηκε από το παραδοσιακό μαρξιστικό «μοντέλο». Αυτή η συγκεκριμένη σύνδεση του Χόλλογουεη ίσως τον προστατεύει από νεγκρικές απογειώσεις και να τον οδηγεί σε αναμέτρηση με πραγματικές καταστάσεις και υπαρκτά διλήμματα.

Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τι λέει το βιβλίο, προσθέτοντας ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις που, διευκρινίζουμε, θέλουν να εντάσσονται στον μαρξιστικό ορίζοντα.

Το βιβλίο «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία» ξεκινά από την «κραυγή». «Εν αρχή ήν η κραυγή. Κραυγάζουμε». Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει τον στόχο του βιβλίου του: «Στόχος αυτού του βιβλίου είναι να ενισχύσει την αρνητικότητα, να πάρει το μέρος της μύγας που βρίσκεται παγιδευμένη στον ιστό της αράχνης, να κάνει την κραυγή πιο διαπεραστική. Ξεκινάμε συνειδητά από το υποκείμενο, ή μάλλον από μια απροσδιόριστη υποκειμενικότητα αν και αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα που συνεπάγεται αυτή η επιλογή. Ξεκινάμε όμως από κει γιατί κάθε άλλη αφετηρία θα ήταν αναληθής.» Ήδη ο συγγραφέας έχει δείξει την θετική του προδιάθεση προς την «αρνητική διαλεκτική» του Αντόρνο, αλλα και για το έργο του Φουκώ.

Συνεχίζει με δύο κεφάλαια –πάντα εισαγωγικά- που τιτλοφορούνται «πέραν του κράτους» και «πέραν της εξουσίας». «Πρέπει να εξετάσουμε –αντί της εξήγησης περί προδοσίας των επαναστάσεων- την ιδέα ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει μέσα από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας». Πιο πέρα θα αναφωνήσει «ο αγώνας έχει χαθεί εξ αρχής, πολύ πριν το θριαμβεύον κόμμα ή ο στρατός καταλάβει την εξουσία… έχει χαθεί από την στιγμή που εμποτίζεται στην εξουσία, από την στιγμή που η λογική της εξουσίας καθίσταται λογική της επαναστατικής διαδικασίας» (σελ 48). Και το συμπέρασμα είναι προφανές: «Η ιδέα της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από την κατάληψη της εξουσίας οδηγεί επομένως στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που αρχικά επιδιώκει» (σελ. 49). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας πουθενά δεν ξεκαθαρίζει το πώς αντιλαμβάνεται το γεγονός της επανάστασης, της επαναστατικής ανατροπής συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων και αντικατάστασής τους από άλλες. Αυτά που θα υποστηρίξει μετά από 150 χρόνια προσπαθειών δεν θα είναι πολύ διαφωτιστικά: «Ο μόνος τρόπος που μπορούμε να φανταστούμε σήμερα την επανάσταση δεν είναι ως κατάληψη της εξουσίας αλλά ως κατάλυση της εξουσίας» (σελ 54) Για να τεκμηριώσει την θέση αυτή, αναφέρεται διεξοδικά στην εμπειρία των Ζαπατίστας, εγχείρημα σημαντικότατο, που όμως για πολλούς λόγους δεν μπορεί να συγκριθεί με τους στόχους, τις ανατροπές, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα μεταβατικά εγχειρήματα του 20ού αιώνα.

Όταν ο Χόλλογουαιη θα μιλήσει για την εξουσία, θα απλοποιήσει πολύ την έννοια, ίσως την αποδίδει όπως την αισθάνεται (αφού μάλλον υποστηρίζει ότι το πώς νοιώθουμε τείνει να αποκτήσει επαναστατική εγκυρότητα σε αντίθεση με την επιστήμη και τις έννοιες που αποκλείουν το υποκείμενο ή θέτουν εξ αρχής το υποκείμενο σε διαχωρισμό από την έννοια κλπ κλπ), λέγοντας: «Η εξουσία καταρχήν είναι αυτό: η αίσθηση του μπορώ, η ικανότητα του πράττειν, του να κάνουμε πράγματα. Το πράττειν συνεπάγεται δύναμη, δύναμη για να πράξουμε… Υπ΄ αυτήν την έννοια η δύναμη, η εξουσία, μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξουσία-για, εξουσία για να πράξουμε» (σελ. 70). Όμως «όταν η κοινωνική ροή του πράττειν σπάει, τότε η εξουσία-για, μετασχηματίζεται στο αντίθετό της σε εξουσία-επί» (σελ. 71). Στον καπιταλισμό «το κεφάλαιο βασίζεται στην αποκρυστάλλωση του παρελθοντικού πράττειν των ανθρώπων με την μορφή της ιδιοκτησίας» και «οι πράττοντες παραμένουν στο πλαίσιο μιας σχέσης υποταγής μέσω του κατακερματισμού της συλλογικής ροής του πράττειν» (σελ 75) «Παρατηρείται μια περίεργη απολίθωση του πεπραγμένου, μια παράξενη ριζική αποσύνδεση του πεπραγμένου από το πράττειν» (σελ 76). Οι «έννοιες» εξουσία-για, εξουσία-επί, πεπραγμένο και πράττειν έχουν κυρίαρχη θέση σε ολόκληρη την ανάλυση του συγγραφέα.

Η «εξουσία-για» μετατρέπεται στο αντίθετό της, την «εξουσία-επί» και το «πράττειν» κυριαρχείται από το «πεπραγμένο». Το νόημα μιας απελευθερωτικής κίνησης είναι πασιφανές: «Η πάλη της κραυγής είναι η πάλη της απελευθέρωσης της εξουσίας-για από την εξουσία-επί, η πάλη της απελευθέρωσης του πράττειν από την εργασία, της υποκειμενικότητας από την αντικειμενοποίηση» (σελ. 87).

Ξεκαθαρίζει με Λένιν και Μάο ότι απλά συγκρότησαν επαναστατικά κινήματα ως αντικατοπτρισμό της εξουσίας. (Σε άλλες σελίδες έχει ξεμπλέξει και με τον «συλλογικό διανοούμενο» και την «ηγεμονία» του Α. Γκράμσι) Στην συνέχεια χρησιμοποιεί αρκετά τον Φουκώ για να αναλύσει τα θέματα της εξουσίας και δεν δίνει τόση σημασία στο τι εξέλιξη είχε το κρατικό φαινόμενο, το πολιτικό στοιχείο, η πολιτική εξουσία σε όλες τις μεταμορφώσεις της κεφαλαιοκρατικής σχέσης και τι συνέπειες έφερε σε αυτήν το ανταγωνιστικό κίνημα, αλλά και πώς επηρεάσθηκε το ανταγωνιστικό κίνημα από αυτές της μεταμορφώσεις ή και την πίεση που του ασκήθηκε μέσα σε μια λυσσαλέα ταξική πάλη. Εκτός αν όλα αυτά ήταν ψέματα και μόνες αλήθειες είναι όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας με τα επιλεκτικά του δάνεια από την σχολή Φραγκφούρτης, τον Φουκώ και στην συνέχεια …από τον νεαρό Μάρξ και τον νεαρό Λούκατς.

Στην συνέχεια του βιβλίου υπάρχουν τρία κεφάλαια που έχουν σαν κεντρικό θέμα τον φετιχισμό. (Φετιχισμός το τραγικό δίλημμα, Φετιχισμός και φετιχοποίηση, Αντιφετιχισμός και κριτική). Στο πρώτο θα γενικεύσει το φαινόμενο του φετιχισμού και θα το συνδέσει με όσα έχουμε εκθέσει μέχρι τώρα. Ο φετιχισμός θα είναι η ανώτερη εκδήλωση, η ουσία της ίδιας της καπιταλιστικής σχέσης και δεν θα ορίζεται σαν ένα από τα κύρια ζητήματα μιας θεωρίας για την ιδεολογία και την λειτουργία της μέσα στο καπιταλισμό και την γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων. Στο κεφάλαιο αυτό ο φετιχισμός θα είναι απόλυτος. Επειδή όμως αυτή η απολυτότητα ίσως ακυρώσει την δυνατότητα οποιασδήποτε απελευθερωτικής κίνησης, ο συγγραφέας (αφού ομολογήσει αυτό το αδιέξοδο, σελ 119, σελ. 159, και σελ 166 «ο φετιχισμός μας αφήνει με το δίλημμα της επείγουσας αδυναμίας πραγμάτωσης της επανάστασης») αναγκάζεται να εισάγει την έννοια του «φετιχισμού ως διαδικασία» και την συνειδητοποίησή του από όσους κραυγάζουν. Αυτός θα είναι και ο αντιφετιχισμός που θα ξεδιπλώνεται ανταγωνιστικά ενάντια σε κάθε απολίθωση, σε κάθε ταυτότητα, ορισμό και κατακερματισμό, αφού με αυτά ο καπιταλισμός καταφέρνει να καταπιέζει και να εξουσιάζει την συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη. «Η μόνη αλήθεια που μπορούμε να διακηρύξουμε είναι η άρνηση του αναληθούς, δεν υπάρχει τίποτε σταθερό στο οποίο να μπορούμε να προσκολληθούμε για να μας καθησυχάσει: ούτε η τάξη, ούτε ο Μάρξ, ούτε η επανάσταση» (σελ. 203)

Αφού κηρύξει τον πόλεμο στην «ταυτότητα» και στην διαδικασία ταυτοποίησης στον καπιταλισμό που «κάνει την ζωή υποφερτή», «εξαλείφει τον πόνο», «αμβλύνει τα συναισθήματα», διακηρύττει ότι «ο κομμουνισμός είναι το κίνημα της έντασης ενάντια στην άμβλυνση των συναισθημάτων που καθιστά δυνατή τη φρίκη του καπιταλισμού». Τότε η μόνη επιλογή που έχουμε είναι να κατανοήσουμε πως η «φετιχοποίηση ως διαδικασία αποτελεί το κλειδί για να μπορέσουμε να σκεφτούμε την αλλαγή του κόσμου χωρίς την κατάληψη της εξουσίας». Αν δεν το κάνουμε αυτό τότε «εγκαταλείπουμε την ιδέα της επανάστασης ως χειραφέτησης του εαυτού». Οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση του φετιχισμού «μπορεί να οδηγήσει μόνο σε μια έννοια της επανάστασης ως αλλαγής του κόσμου εν ονόματι των καταπιεζομένων: όταν η επανάσταση δεν γίνεται «εν ονόματι» αλλά έχει τη δική της κινητήρια δύναμη δεν τίθεται καν το ζήτημα «κατάληψης της εξουσίας» (σελ 211, 212)

Ποια είναι όμως αυτή η κινητήρια δύναμη; «Όλοι, με διαφορετικό τρόπο, είμαστε τα υποκείμενα της κριτικής θεωρίας στο βαθμό που αποτελούμε μέρος της διαδικασίας» (σελ 213) αντιφετιχοποίησης, και αποκατάστασης της συλλογικής ροής του πράττειν.

Από όλη την γνωστή ιστορία ενάντια στον καπιταλισμό ο συγγραφέας επιλέγει τρεις στιγμές «Η Κομμούνα του Παρισιού που σχολίασε ο Μάρξ, τα εργατικά συμβούλια που ανέλυσε ο Πάνεκουκ, τα συμβούλια των χωρικών Ζαπατίστας κ.ο.κ αποτελούν πειράματα στο πλαίσιο της κίνησης του αντιφετιχισμού» (σελ. 214). Δεν έχει πολλή σημασία αν ο Μαρξ ύμνησε την Κομμούνα την πρώτη σαν εφαρμογή της δικτατορίας του προλεταριάτου, ούτε αν τα εργατικά συμβούλια δεν ξέκοβαν από την προοπτική της προλεταριακής εξουσίας. Αυτό το «κ.ο.κ» μάλλον ήθελε περισσότερη ανάλυση. Πάλι το μοναδικό οχυρό είναι το ζαπατιστικό κίνημα. Η ιστορία του 20ου αιώνα δεν ήταν ιστορία πειραμάτων ενάντια στον φετιχισμό, αλλά μια ιστορία επαναστάσεων, εξεγέρσεων, πολέμων και αντεπεναστάσεων και σημαδεύτηκε από την προσπάθεια να κτιστούν μεταβατικές κοινωνίες δηλαδή κοινωνιών που να στηρίζονταν σε άλλες κοινωνικές σχέσεις από αυτές που κυριαρχούν στο καπιταλισμό. Ένα πραγματικό κίνημα που συγκροτούσε ταξικά κοινωνικά μπλοκ συγκρούστηκε σε όλα τα μέτωπα (με τα εφόδια που είχε), δεν κραύγαζε, ούτε όριζε τον εαυτό του σαν «το κίνημα της έντασης ενάντια στην άμβλυνση των συναισθημάτων που καθιστά δυνατή τη φρίκη του καπιταλισμού»… Αλλά και όσα συμβαίνουν σήμερα στην αυγή του 21ου αιώνα και ειδικά στην Λατινική Αμερική δεν μπορούν να ερμηνευτούν με τέτοια σχήματα. Αυτά θα γεννούν μια δυσπιστία απέναντι σε πραγματικά λαϊκά εγχειρήματα, σε πραγματικές μάχες και ταξικές συγκρούσεις, γιατί θα σχετίζονται με την καταραμένη την «πολιτική εξουσία»…

Το έβδομο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η παράδοση του επιστημονικού μαρξισμού». Σε αυτό αρχικά επιτίθεται στην έννοια της επιστήμης: «Η επιστήμη από πάλη ενάντια στην αναλήθεια του φετιχισμού, καταλήγει να θεωρείται γνώση της πραγματικότητας» (σελ. 236). Ο διαχωρισμός αντικειμενικού κόσμου και υποκειμενικού κόσμου οδηγεί τον παραδοσιακό μαρξισμό σε «χοντροειδείς κατανοήσεις». Για παράδειγμα ο Ενγκελς (συνηθισμένος στις πιο αστήρικτες επιθέσεις) κατηγορείται πως θεωρεί την διαλεκτική σαν ένα φυσικό νόμο. Έτσι όμως «δεν αποτελεί –η διαλεκτική- λόγο εξέγερσης, τη «σταθερή αίσθηση της μη ταυτότητας», την εκρηκτική δύναμη του αρνηθέντος». (σελ. 241). Ο μαρξισμός «ως επιστήμη» συνεπάγεται μια διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που ξέρουν και σε αυτούς που δεν ξέρουν ανάμεσα σε αυτούς που έχουν αληθή συνείδηση και αυτούς που διακατέχονται από ψευδή συνείδηση (σελ 241). Στην συνέχεια καταγγέλλονται όλες οι αντιλήψεις περί αντικειμενικών νόμων που λειτουργούν έξω από την συνείδηση των ανθρώπων γιατί τότε «ποιος ο ρόλος της πάλης;». Όλες οι υποθέσεις που στηρίζονται σε έννοιες κλειδιά όπως «ιστορικός υλισμός», «επιστημονικός σοσιαλισμός», «αντικειμενική νόμοι», «μαρξιστική οικονομική θεωρία» είναι διάτρητες γιατί αναπαράγουν τον «δυαδικό χωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου». Όσα προχωρήματα έγιναν είχαν το χαρακτήρα «της επικέντρωσης της προσοχής στη σημασία της υποκειμενικής δράσης». «Οι επαναστάτες θεωρητικοί της περιόδου (Λούξεμπουργκ, Λένιν, Τρότσκι, Πάνεκουκ κ.ο.κ) τόνισαν την ανάγκη για ενεργό επαναστατική παρέμβαση», «ωστόσο η έμφαση στο υποκειμενικό θεωρήθηκε πάντα συμπληρωματική (αν όχι υποταγμένη) στην αντικειμενική κίνηση του καπιταλισμού» (σελ 245). Σε γενικές γραμμές «η επαναστατική επιστήμη γίνεται κατανοητή ως μια προέκταση της αστικής επιστήμης και όχι μια ριζική ρήξη με αυτήν» (σελ. 257).

Στο κεφάλαιο αυτό φτάνει σε δύο συμπεράσματα σχετικά με την έλξη του λενινισμού και την έλξη του μαρξισμού. Αξίζει να τα δούμε για να καταλάβουμε καλύτερα την θέση του συγγραφέα: «Η μεγάλη έλξη του λενινισμού έγκειται στο ότι έλυσε το πρόβλημα του πώς αυτοί που στερούνται ταξικής συνείδησης θα μπορούν να πραγματοποιήσουν μια επανάσταση: μέσα από την ηγεσία του κόμματος». Ίσως για τον συγγραφέα αποτελεί λεπτομέρεια ότι αυτή η επανάσταση έγινε, πραγματοποιήθηκε και άνοιξε νέους δρόμους, ενώ, το «εμείς» που σήμερα πρεσβεύει, δηλαδή όσων έχουν συνείδηση της φετιχοποίησης και αντιστέκονται σε αυτήν, είναι αμφίβολο αν μπορεί να γεννήσει ιστορικά γεγονότα.

Όμως ο συγγραφέας συνεχίζει τον συλλογισμό του: «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν επρόκειτο για την επανάσταση που εμείς (ή αυτοί) θέλαμε». Το «εμείς δεν θέλαμε» το καταλάβαμε από όλη την έκθεση του συγγραφέα. Το «ή αυτοί» από πού προκύπτει; Πώς νομιμοποιείται αυτή η κατηγορηματικότητα. Ήταν κάτι που τους το επιβάλλανε; Για να το πούμε χωρίς περιστροφές οι επαναστάσεις δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι προϊόν διάθεσης. Είναι προϊόντα ανάγκης, δεν παραγγέλλονται από καμιά πρωτοπορία (αυτή μπορεί να τις υποβοηθήσει) και είναι περίοδοι που σπρώχνονται στην πάλη εκατομμύρια ανθρώπων που μέχρι τότε μπορεί να μην έπαιρναν ενεργό μέρος στην πολιτική πάλη. Πάντα αντικείμενο των (προλεταριακών) επαναστάσεων ήταν η ανατροπή της αστικής τάξης πραγμάτων, η συντριβή του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού και η αντικατάστασή του με μια άλλη μορφή πολιτικής εξουσίας που αναγκαστικά είχε κρατικά χαρακτηριστικά αλλά ήταν μιας διαφορετικής ποιότητας από αυτήν του κλασσικού κράτους που γνωρίζουμε στο καπιταλισμό. Αυτά όμως μπορεί να «μην τα θέλει» ο συγγραφέας και όσοι συμφωνούν αλλά σίγουρο τα θέλανε όσοι έγιναν υποκείμενα της ιστορίας σε αποφασιστικές στιγμές. Ο Χόλλογουεη όμως συνεχίζει: «Το δεύτερο μέρος της πρότασης: ΄θα πάρουμε την εξουσία και θα απελευθερώσουμε το προλεταριάτο΄ δεν πραγματοποιήθηκε ούτε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί» (σελ 258). Αφού το λέει ο συγγραφέας μπορεί και να έγινε έτσι…

Η δεύτερη γοητεία αφορά τον ορθόδοξο μαρξισμό, αυτόν που έτσι νομίζει ο Χόλλογουέη. «Η μεγάλη γοητεία του ορθόδοξου μαρξισμού οφείλεται στην απλότητά του. Πρόσφερε μία απάντηση στο επαναστατικό δίλημμα: μία λανθασμένη απάντηση αλλά τουλάχιστον μια απάντηση. Οδήγησε το επαναστατικό υποκείμενο σε μεγάλες κατακτήσεις, οι οποίες τελικά δεν ήταν κατακτήσεις αλλά τρομερές ήττες». (σελ. 272) Ο πειρασμός είναι μεγάλος: είναι αυτή μια σοβαρή αποτίμηση του τι πρόσφερε το κομμουνιστικό κίνημα στα 150 χρόνια ύπαρξής του; Είναι αυτό ένας απολογισμός του έργου των μεταβατικών κοινωνιών;

Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου είναι «το κριτικό-επαναστατικό υποκείμενο», «η υλική πραγματικότητα της αντιεξουσίας», «η υλική πραγματικότητα της αντιεξουσίας και η κρίση του κεφάλαιου» και ενδέκατο και τελευταίο κεφάλαιο το «επανάσταση».

«Πρώτον η αντιεξουσία είναι πανταχού παρούσα» (σελ.301) και «Δεύτερον, η αντιεξουσία δεν είναι μόνο πανταχού παρούσα: αποτελεί επίσης την κινητήρια δύναμη της εξουσίας» (σελ. 309). Πρόκεται για την κλασσική αυτόνομη θέση σύμφωνα με την οποία όλες οι αλλαγές προέρχονται και επιβάλλονται από τον ανταγωνισμό και τους αγώνες του κοινωνικού προλετάριου (τότε) και από το πλήθος (σήμερα).

Σχετικά με το κριτικό-επαναστατικό υποκείμενο ο συγγραφέας αποφαίνεται ότι «Δεν μπορούμε να ορίσουμε το κριτικό-επαναστατικό υποκείμενο γιατί το κριτικό-επαναστατικό υποκείμενο δεν μπορεί να οριστεί… ο ορισμός συνεπάγεται μια υποταγή. Ένα υποκείμενο μπορεί να οριστεί μόνο στη βάση μιας υποτιθέμενης υποταγής. Ο ορισμός ενός κριτικού-επαναστατικού υποκειμένου είναι αδύνατος, αφού ένα τέτοιο υποκείμενο επαναστατεί ενάντια στην υποταγή. «Δεν υπάρχει λόγος να περιορίσουμε την κραυγή σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων». «Είναι μια κραυγή-ενάντια που υπάρχει μέσα σε όλους μας, εφόσον όλοι μας καταπιεζόμαστε από τον καπιταλισμό» (σελ. 291-292).

Ο συγγραφέας φτάνει σε ένα τελικό συμπέρασμα: «Πώς να αλλάξουμε λοιπόν τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία; Δεν γνωρίζουμε. Οι λενινιστές γνωρίζουν ή γνώριζαν. Εμείς όχι. Η ανάγκη για επανάσταση είναι πιο επείγουσα από κάθε άλλη φορά, ωστόσο δεν γνωρίζουμε πια τι σημαίνει επανάσταση… Αυτό είναι ένα βιβλίο χωρίς τέλος. Είναι ένας ορισμός που ταυτόχρονα αρνείται τον εαυτό του. Είναι ένα ερώτημα, μια πρόσκληση για συζήτηση… Η κραυγή συνεχίζεται…» (σελ. 414-415)

Ο υπότιτλος του βιβλίου ήταν «το νόημα της επανάστασης σήμερα» και υποτίθεται ότι αυτό ήταν να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία. Στο τέλος μετά από έναν μακρύ κύκλο – αναζήτηση καταλήξαμε στο ότι δεν γνωρίζουμε πια τι σημαίνει επανάσταση. Πάντως θέσαμε ερωτήματα, καλέσαμε σε συζήτηση. Μόνο που δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα. Γιατί ταυτόχρονα νομίζοντας ότι πάμε ενάντια στην «ταυτότητα και τον ορισμό» γκρεμίσαμε όχι ψεύτικες βεβαιότητες αλλά καταχτήσεις της σκέψης και της δράσης, καταχτήσεις και προχωρήματα της θεωρίας και της πράξης της επανάστασης. Μάλιστα το κάναμε χωρίς να φωτίσουμε καθόλου τις αιτίες επικράτησης μιας πολυπλόκαμης αντεπανάστασης, χωρίς να δείξουμε που και πώς η θεωρία πρέπει να επικεντρώσει την προσπάθειά της να φωτίσει πλευρές των «μισοτελειωμένων δουλειών» του προηγούμενου αιώνα που μας ξαναεμφανίζουν τον αντίπαλο πάλι όρθιο. Τον αντίπαλο που πρέπει να καταπολεμήσουμε έως ότου καταστεί αδύνατο να ξανασηκωθεί και γκρεμίσει όσα δημιούργησε η απελευθερωτική κίνηση. Αχ, να ήταν όλα αυτά τόσο απλά και εύκολα όπως διατείνονται οι τίτλοι των βιβλίων…

Τέλος η ελληνική έκδοση περιλαμβάνει έναν επίλογο (σελ. 416-481) στον οποίο ο συγγραφέας παραθέτει και απαντά σε διάφορες κριτικές που του έχουν γίνει. Ανεξάρτητα από το αν επαναλαμβάνει θέσεις που παρουσιάσαμε, είναι ένα ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου και δείχνει την ευαισθησία του συγγραφέα για συζήτηση και αντιπαράθεση.

Ρούντι Ρινάλντι

Δεν υπάρχουν σχόλια: